κοσμήτορες

κοσμήτορες
κοσμήτωρ
one who marshals an army
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Chrism — Gold vessel for chrism. The vessel is etched with the letters S.C. for sanctum chrisma. Chrism (Greek word literally meaning an anointing ), also called Myrrh (Myron), Holy anointing oil, or Consecrated Oil , is a consecrated oil used in the… …   Wikipedia

  • Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… …   Dictionary of Greek

  • αποτελώ — εσα, έστηκα, τελεσμένος 1. απαρτίζω, σχηματίζω με άλλους ένα σύνολο, είμαι μέρος ενός συνόλου: Την επιτροπή την αποτελούσαν πρόσωπα έντιμα, αξιοσέβαστα. 2. είμαι, θεωρούμαι: Δεν ήθελε η περίπτωση η δική του να αποτελέσει εξαίρεση. 3. το μέσ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”